- ἀμιτροχίτωνες
- ἀμιτροχίτωνες, οἱ,A wearing no μίτρη (q.v.) with the χιτών, epith. of Lycian warriors, Il.16.419; of women, Nonn.D.48.507.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμιτροχίτωνες — ἀμιτροχίτωνες, οι (Α) (ως επίθ. τών Λυκίων πολεμιστών) αυτοί που φορούν χιτώνα δίχως μίτρα, δηλ. δίχως ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμιτρος + χιτών] … Dictionary of Greek
ἀμιτροχίτων — ἀμιτροχίτωνες wearing no masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμιτροχίτωνας — ἀμιτροχίτωνες wearing no masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμιτροχίτωνι — ἀμιτροχίτωνες wearing no masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμιτρος — ἄμιτρος, ον (Α) 1. (για κορίτσια) αυτή που δεν φέρει διάδημα στο κεφάλι ή ζώνη 2. φρ. «παῑδες ἄμιτροι», κορίτσια που δεν φόρεσαν ακόμη τη γυναικεία ζώνη, δηλ. που δεν βρίσκονται ακόμη σε ώρα γάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μίτρα. ΣΥΝΘ. αρχ.… … Dictionary of Greek